- λίσσεται
- λίσσομαιbegpres ind mp 3rd sgλίζωgrazeaor subj mid 3rd sg (epic)λίζωgrazefut ind mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίσσεθ' — λίσσεται , λίσσομαι beg pres ind mp 3rd sg λίσσετο , λίσσομαι beg imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λίσσετε , λίζω graze aor subj act 2nd pl (epic) λίσσετε , λίζω graze fut ind act 2nd pl (epic) λίσσεται , λίζω graze aor subj mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσσετ' — λίσσεται , λίσσομαι beg pres ind mp 3rd sg λίσσετο , λίσσομαι beg imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λίσσετε , λίζω graze aor subj act 2nd pl (epic) λίσσετε , λίζω graze fut ind act 2nd pl (epic) λίσσεται , λίζω graze aor subj mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ … Dictionary of Greek